κατακυλίω

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακυλίω Medium diacritics: κατακυλίω Low diacritics: κατακυλίω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΛΙΩ
Transliteration A: katakylíō Transliteration B: katakyliō Transliteration C: katakylio Beta Code: katakuli/w

English (LSJ)

v. κατακυλίνδω.

French (Bailly abrégé)

c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].

Russian (Dvoretsky)

κατακῠλίω: (ῑ) (aor. pass. κατεκῠλίσθην, part. pf. κατακεκῠλισμένος)
1 катить вниз, скатывать; pass. скатываться, падать (κυνέη ἄνωθεν κατακυλισθεῖσα Her.; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen.);
2 med.-pass. катить, ехать (ἐν ταῖς ἁμάξαις Plut.).

German (Pape)

κατακυλίνδω.