κατάρροια

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Aq.Ps.77(78).44.    II = κατάρροος 11, Arr.Epict. 1.26.16, Plu.2.128a, prob. in Cass.Fel.34.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

κατάρροια, ἡ (Α)
1. η ροή προς τα κάτω
2. το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά-ρροια, παλί-ρροια].