καρποσπόρος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ον,

   A sowing fruit, Man.4.256.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht säend, Man. 4, 256.

Greek (Liddell-Scott)

καρποσπόρος: -ον, ὁ σπείρων καρπόν, Μανέθων 4. 256.

Greek Monolingual

καρποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπείρει καρποφόρα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πυρι-σπόρος, τεκνο-σπόρος.