το1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].