εκτιμώ

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

(-άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ)
1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τον εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του»)
2. υπολογίζω την αξία («η εφορία εκτίμησε την κληρονομιά»)
3. έχω κάποιον σε μεγάλη υπόληψη
νεοελλ.
(για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) κρίνω, σταθμίζω την αξία
μσν.
αγοράζω με πλειοδοσία, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία
αρχ.
1. (για πράγμ.) ορίζω μεγάλη τιμή, υπερτιμώ
2. παθ. (για θεούς)
λατρεύομαι, τιμώμαι ιδιαιτέρως.