εκτιμώ
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Greek Monolingual
(-άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ)
1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τον εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του»)
2. υπολογίζω την αξία («η εφορία εκτίμησε την κληρονομιά»)
3. έχω κάποιον σε μεγάλη υπόληψη
νεοελλ.
(για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) κρίνω, σταθμίζω την αξία
μσν.
αγοράζω με πλειοδοσία, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία
αρχ.
1. (για πράγμ.) ορίζω μεγάλη τιμή, υπερτιμώ
2. παθ. (για θεούς)
λατρεύομαι, τιμώμαι ιδιαιτέρως.