καπνοφράκτης

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual


διάφραγμα κατάλληλο για τη ρύθμιση της εξαγωγής τών καυσαερίων από την καπνοδόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. registre de tirage. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].