καρτερητός

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

καρτερητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομένῃ, οὐ καρτερητῶν ἀλεπαλλήλων πόνων Νικήτ. Εὐαγ. 7. 251·

Greek Monolingual

καρτερητός, -ή, -όν (Μ) καρτερώ
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να υπομένει
2. αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος.