καρτερώ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
Greek Monolingual
(I)
και ποιητ. τ. ακαρτερώ, -άω και -έω (AM καρτερῶ, -έω) καρτερός
1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῖν», Σέξτ. Εμπ.)
2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά...», Σολωμ.
β. «τὰ δ' ἀδύναθ' ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον», Ευρ.)
3. προσδοκώ, ελπίζω (α. «η αφεντιά σου ανάμελος δεν καρτερεί να πάρει απόσταν εγεννήθηκε κιαμιά από κείνο χάρη», Ερωφ.
β. «σὺ δὲ καρτέρει καὶ θεώρει τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ κράτος», ΠΔ)
νεοελλ.
παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει» — το μικρό αλλά άμεσο και βέβαιο όφελος είναι προτιμότερο από το μεγαλύτερο, του οποίου όμως η απόκτηση ανάγεται στο μέλλον και επομένως δεν είναι τόσο ασφαλής
β. «αλί 'στονε όπου καρτερεί 'πο ξένο να δειπνήσει» — είναι μάταιο ή επικίνδυνο να περιμένει κάποιος ξένη βοήθεια για την επίτευξη μιας σημαντικής επιδίωξής του ή για την εκπλήρωση μιας επείγουσας ανάγκης
γ) «σαν καρτεράς το γούρμασμα βάλε δραγάτη κιόλας» — πρέπει να μεριμνεί κάποιος για την τελική επίτευξη κάποιων αγαθών
δ) «σαν έρθει ένα κακό, καρτέρα κι άλλο» — το ένα κακό φέρνει το άλλο
νεοελλ.-μσν.
1. θεωρώ κάτι αναπόφευκτο
2. χρονοτριβώ, καθυστερώ
3. παραμονεύω
4. εποφθαλμιώ
5. μένω σταθερός σε κάτι
6. μένω κοντά σε κάποιον
7. σταματώ, δεν προχωρώ, στέκομαι
8. φρ. α) «για σένα καρτερώ» — είμαι στη διάθεσή σου
β) «δεν καρτερεί η ώρα» — δεν υπάρχει πια καιρός
μσν.
1. αποζητώ
2. απρόσ. καρτερεῖ
ανήκει
μσν.-αρχ.
αντιστέκομαι («καρτερεῖν ἀπὸ τοῦ ὕπνου», Αιλ.)
αρχ.
1. είμαι σταθερός, είμαι ακλόνητος, επιμένω («ἀνήρ δ' ἐπ' ἀνδρὶ στὰς ἐκαρτέρει μάχῃ», Ευρ.)
2. αντέχω σε κάτι («μαλακοὺς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας», Πλατ.)
3. (φρ. «κεκαρτέρηται τἄμ'» — εξαντλήθηκε η υπομονή μου.
(II)
καρτερῶ, -όω (Α) καρτερός
ενισχύω, ενδυναμώνω.