Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καρποφυῶ, -έω (Α)παράγω καρπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φυῶ (< -φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθο-φυώ, δενδρο-φυώ].