καρποφυώ

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

καρποφυῶ, -έω (Α)
παράγω καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φυῶ (< -φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθοφυώ, δενδροφυώ].