κάναδοι

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.