βωλί

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον)
μικρός βώλος χώματος
νεοελλ.
μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι].