ἀρότης

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., Pi.I.1.48, Hdt.4.2, Pherecr.130;

   A βόες ἀ. Hp.Art.8, cf.Ael.VH5.14; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi.N.6.32; ἀ. κύματος seaman, Call.Fr.436.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.

Greek Monolingual

ἀρότης, ο (Α) αρώ
αυτός που οργώνει.