ἀρόω
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
[ᾰ], pres. inf.
A ἀρώμεναι Hes.Op.22: fut. ἀρόσω AP9.740 (Gem.), ἀρώσω or ἀρόσσω ib.7.175 (Antiphil.): aor. ἤροσα Hes.Op.485, Pi.N.10.26, S.OT1497, etc. (ᾱροσε Call.Cer.137), Ep. inf. ἀρόσσαι A.R.3.497:—Pass., pres. ἀροῦται Din.1.24: aor. ἠρόθην A.Supp.1007, S.OT1485: Ion. pf. part. ἀρηρομένος Il.18.548, Hdt.4.97:—plough, till, οὔτε φυτεύουσιν . . οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108: metaph. of poets, Μοίσαισιν ἔδωκ' ἀρόσαι gave them work to do (cf. ἀρότης), Pi.N.10.26; πόντος . . ἠρόθη δορί A. l. c.
II sow, ἀροῦν εἰς Ἀδώνιδος κήπους Pl. Phdr.276b:—metaph. in Pass., ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι . . ὄλβους S.Fr. 320.
2 metaph. of the man, ἀλλοτρίην ἄρουραν ἀροῦν Thgn.582; τὴν τεκοῦσαν ἤροσεν S.OT1497; of the mother, IG7.581.1 (Tanagra): —Pass., of the child, ἔνθεν αὐτὸς ἠρόθην = was begotten, S.OT1485. (Root ἀρο-, cf. Lat. arare, Goth. arjan, Lith. árti, etc., 'plough'.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [ép. pres. inf. ἀρόμεναι Hes.Op.22; fut. ἀρόσω AP 9.740 (Gem.), -ώσω AP 7.175 (Antiphil.); aor. ind. 1a sg. ἤροσα Hes.Op.485, Pi.N.10.26, S.OT 1497, 3a sg. ἄροσε Call.Cer.137, inf. ép. ἀρόσσαι A.R.3.497, pas. ind. ἠρόθην A.Supp.1007, S.OT 1485; perf. part. jón. ἀρηρομένος Il.48.548, Hdt.4.97]
1 arar c. ac. αὔην καὶ διερὴν ἀρόων Hes.Op.460, τὴν γῆν E.Fr.188, Plu.2.64e, τοὺς ... ἀρότους IG 12(7).62.8 (Amorgos IV a.C.)
•abs. οὔτε φυτέυουσιν ... οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108, cf. Hes.Op.22, Tz.Comm.Ar.3.947.8
•fig. ref. a los poetas Μοισαισίν τ' ἔδωκ' ἀρόσαι Pi.l.c., ref. al mar o a los marinos πόντος ... ἠρόθη δορί A.l.c., cf. E.Fr.670
•fig. ref. a las relaciones sexuales ἀλλοτρίην ἄρουραν ἀροῦν Thgn.582.
2 sembrar c. ac. κολοκύντας Ar.Fr.581, fig. ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι ... ὄλβους que en los jardines de Zeus se siembra felicidad S.Fr.320
•abs. εἰς Ἀδώνιδος κήπους Pl.Phdr.276b
•fig. fecundar τὴν τεκοῦσαν ἤροσεν S.OT 1497, ἤροσε κόσμον Ἔρως Nonn.D.7.3, cf. 41.101
•engendrar de una estirpe GVI 636 (Tanagra I a./d.C.), cf. Nonn.D.45.96, 257, en v. pas. ἔνθεν αὐτὸς ἠρόθεν S.OT 1485 (cf. ἀράω).
• Etimología: De la raíz *H2erHu̯2- ‘arar’ c. numerosos deriv., cf. ἀροτός, ἀνήροτος, ἄροσις, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ackern; verw. φαρόω? oder ἀρι –, = gut machen, urbar machen? oder ἔρα? Hom. Od. 9, 108 οὔτε φυτεύουσιν οὔτ' ἀρόωσιν; Iliad. 18, 548 von einem Gebilde ἡ δὲ μελαίνετ' ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει χρυσείη περ ἐοῦσα. Bei den Folg. fut. ἀρόσω; aor. ἤροσα, ἀρόσαι Pind. N. 10, 26; ἀρηρομένον Her. 4, 97; aor. ἠρόθην Soph. O. R. 1485; inf. ἀρόμμεναι od. ἀρώμεναι Hes. O. 22, s. Buttm. Gr. 1 p. 506; pass. ἀροῦται καὶ σπείρεται Θηβαῖον ἄστυ Dinarch. 1, 24; säen, εἰς Ἀδώνιδος κήπους Plat. Phaedr. 276 b. Bei Tragg. oft befruchten, schwängern, τὴν τεκοῦσαν ἤροσε Soph. O. R. 1497; pass., gezeugt werden, ibd. 1485.
French (Bailly abrégé)
ἀρῶ :
f. ἀρόσω, ao. ἤροσα, pf. inus.
Pass. ao. ἠρόθην, pf. ἀρήρομαι, pqp. ἀρηρόμην;
1 labourer, cultiver, acc.;
2 ensemencer, semer ; fig. féconder ; Pass. être engendré.
Étymologie: R. Ἀρ adapter, mettre en état, d'où le rad. ἀροϜ- ; lat. arvum ou aruum.
Russian (Dvoretsky)
ἀρόω: (ᾰ)
1 пахать, возделывать, обрабатывать (οὔτε φυτεύειν οὔτ᾽ ἀ. Hom.; ἀρόμμεναι ἠδὲ φυτεύειν Hes.; τῆς γῆς ἀρηρομένον οὐδέν Her.; τὴν γῆν Plut.);
2 сеять (εἰς κήπους Plat.);
3 оплодотворять (sc. γυναῖκα Soph.): ἔνθεν αὐτὸς ἠρόθην Soph. откуда я сам произошел;
4 бороздить (πόντος ἠρόθη δορί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρόω: Ἰων. ἀπαρ. ἐνεστ. ἀρόμμεναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22: μέλλ. ἀρόσω Ἀνθ. Π. 9. 740, -ώσω ἢ -όσσω αὐτόθι 7. 175: μέσ. μέλλ. ἀρόσομαι Θεοδ. Μετοχ.: ἀόρ. ἤροσα Ἡσ., Πίνδ., Σοφ., κλ., (ᾱροσε Καλλ. εἰς Δήμητρ. 138), Ἐπ. ἀπαρ. ἀρόσσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 497: ― Παθ., ἐνεστ. ἀροῦται Δείναρχ. 93. 14: ἀόρ. ἠρόθην Αἰσχύλ. Ἱκ. 1007, Σοφ. Ο. Τ. 1485· Ἰων. μετοχ. πρκμ. ἀρηρομένος Ἰλ. Σ. 548 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), Ἡρόδ. 4. 97: (ἴδε ἐν τέλ.) Ὀργώνω, ἀλετρίζω, καλλιεργῶ, Λατ. avare, οὔτε φυτεύουσιν... οὔτ’ ἀρόωσιν (Ἐπ. ἀντὶ ἀροῦσιν), Ὀδ. Ι. 108: μεταφ. ἐπὶ ποιητῶν, ἔδωκε Μοίσαις ἀρόσαι, ἔδωκεν είς αὐτὰς ἔργον νὰ ἐκτελέσωσιν (πρβλ. ἀρότης), Πινδ. Ν. 10. 49· πόντος... ἠρόθη δορὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. σπείρω, ἀροῦν εἰς κήπους Heind. ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 276Β· πρβλ. σπείρω. 2) μεταφ. ἐπὶ ἀνδρός, ἀλλοτρίην ἀροῦν ἄρουσαν Θέογν. 582· τὴν τεκούσαν ἤροσεν Σοφ. Ο. Τ. 1497· ἐπὶ μητρός, τίκτω, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 496: Παθ. ἐπὶ τέκνου, ἔνθεν αὐτὸς ἠρόθην, ἐγεννήθην, Σοφ. Ο. Τ. 1485. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ὡς τὸ καρποῦμαι, ἀπολαύω, ὄλβους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 298. (Πιθανῶς ἐκ √APOϜ, πρβλ. ἄρουρα, Λατ. arvum), ὥστε ἡ ἐκ τοῦ Ἡσιόδου ἀναφερομένη ἀπαρέμφατος θὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς ἀρόϝμεναι· ἐντεῦθεν καὶ ἀροτήρ, ἄροτος, ἄροτρον, πρβλ. Λατ. aro, aratrum, arvum· ― Γοτθ. arjam (ἀροτριᾶν), Παλαιο-Σκανδιν. erja, Ἀγγλο-Σαξ. erian (Παλ. Ἀγγλ. to ear, ἀροτριῶ), Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. aran, Λιθ. arti, Σλαβ. orati (ἀρόω)· ὡσαύτως Οὐαλιστὶ ar (ἀρόσιμος τόπος), arad (ἄροτρον)· κατὰ τὴν Κορνουαλλικὴν Διάλεκτον aradar: πρβλ. M. Müller ἐν Oxf. Essays 1856, σ. 27.
English (Autenrieth)
perf. pass. part. ἀρηρομένη: plough, Od. 9.108, Il. 18.548.
English (Slater)
ᾰρόω plough Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (τουτέστι τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) (N. 10.26)
Greek Monotonic
ἀρόω: Επικ. απαρ. ενεστ. ἀρώμεναι, μέλ. ἀρόσω, Επικ. -όσσω· αόρ. αʹ ἤροσα — Παθ. αόρ. αʹ ἠρόθην· Ιων. μτχ. παρακ. ἀρηρόμενος·
I. οργώνω, Λατ. arare, οὔτε φυτεύουσιν, οὔτ' ἀρόωσιν (Επικ. αντί ἀροῦσι), σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. σπέρνω, ἀροῦν εἰς κήπους, σε Πλάτ.
2. μεταφ., λέγεται για τον σύζυγο, σε Θέογν., Σοφ. — Παθ., λέγεται για το παιδί, γεννιέμαι, στον ίδ. (η √ΑΡΟϜ, πρβλ. ἄρουρα, Λατ. arvum).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: plough, plant (Il.).
Other forms: Aor. ἀρόσαι
Dialectal forms: Myc. aroura.
Derivatives: ἀροτήρ m. (Il.); ἄροτος m. ploughing, (ploughed) land, sowing-land (Il.); *ἀρατύς in the month name Ἀράτυος - ἄροτρον plow (Il.) - ἄρουρα sowing-land (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [63] *h₂erh₃- plow
Etymology: Primary verb from *h₂erh₃-; the -h₃- gave -ο-, the -α in the Doric forms ἄρατρον, Ἀράτυος, fut. Herakl. ἀράσαντι, Ther. Rhod. ἐνάρατον comes from a verb ἀράω. - Lat. arāre, i̯-presents MIr. airim, Goth. arjan, Lith. ariù (inf. árti), OCS. orjǫ (inf. orati). With ἄροτρον agree: Arm. arawr, Lat. arātrum (with secondary ā ), MIr. arathar, ONo. arðr; other formations are: Lith. árklas, OCS ralo (*arH-tlo-, resp. -dhlo); Toch. AB āre (< *h₂erh₃-o- or *h₂erh₃-es-?). ἄρουρα is a derivation with -ι̯α from a verbal noun *ἄρο-Ϝαρ plowing. With *ἄροϜαρ, an old r/n-stem (*h₂erh₃-ur̥, gen. *h₂rh₃-uen-s, cf. MIr. arbor (< *aru̯r̥), gen. (OIr.) arbe (< *aru̯ens) corn; Lat. arvus (< *h₂erh₃-uo-?).
Middle Liddell
[The Root is αροϝ, cf. ἄρουρα, Lat. arvum.]
I. to plough, Lat. arare, οὔτε φυτεύουσιν, οὔτ' ἀρόωσιν (epic for ἀροῦσι) Od.: Pass., πόντος ἠρόθη δορί Aesch.
II. to sow, ἀροῦν εἰς κήπους Plat.
2. metaph. of the husband, Theogn., Soph.:—Pass., of the child, to be begotten, Theogn.
Frisk Etymology German
ἀρόω: {aróō}
Forms: Aor. ἀρόσαι
Grammar: v.
Meaning: pflügen, ackern, pflanzen, bauen (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Nomina agentis: ἀροτήρ m. Pflüger (seit Il.; vgl. Benveniste Noms d'agent 35 und 44), sekundär ἀρότης m. (ion. att., poet.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 215). — Nomina actionis: 1. ἄροτος m. ‘das Pflügen, (gepflügtes) Land, Saatland, Saat(zeit)’ (seit Il.); davon ἀροτήσιος (ὥρη Arat. 1053, nach den Zeitadjektiven auf -ήσιος, s. Chantraine Formation 42) und ἀροτικός zum Pflügen brauchbar (Gal.; auch auf ἀρόω direkt bezüglich); 2. ἄροσις das Pflügen (Arist., Arat., Ael.), schon in alter Zeit konkretisiert Ackerland (Hom. usw., vgl. Benveniste Noms d'agent 75, Porzig Satzinhalte 336; nicht richtig Holt Les noms d'action en -σις 78: "possibilité de labourer"), wovon ἀρόσιμος anbaubar (Thphr., Str. usw.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 47); vereinzelt mit sekundärer Länge ἄρωσις (Pap.) und ἀρώσιμος (S. Ant. 569; durch das Metrum gefördert, vgl. Arbenz 48); 3. ἄρωμα bebautes Land, Saatfeld (S., Kom.; nach den hochstufigen Bildungen auf -ωμα, -ημα; vgl. Specht KZ 63, 210); 4. ἀροσμός das Ackern (Pap.); 5. *ἀρατύς im Monatsnamen Ἀράτυος, s. d. ? Ein altererbtes Nomen instrumenti ist ἄροτρον, s. d. — S. noch ἄρουρα.
Etymology: ἀρόω ist ein altes primäres Verb auf zweisilbiger Wurzel, in der -ο die Tiefstufe (idg. ə) repräsentiert ebenso wie -α in den dorischen Formen ἄρατρον, Ἀράτυος (s. dd.), Fut. herakl. ἀράσαντι, ther. rhod. ἐνάρατον (vgl. dazu Schwyzer Glotta 12, 1f.). Eine sichere Erklärung des Wechsels -o: -ă steht noch aus; s. Schwyzer 362 und 683 m. Lit., außerdem Specht KZ 66, 21l. — Aus anderen Sprachen sind zu erwähnen 1at. arāre (ursprünglich athematisch mit wahrscheinlich sekundärem ā für ă aus idg. ə) und die i̯-Präsentia mir. airim, got. arjan, lit. ariù (Inf. árti), aksl. orjǫ (Inf. orati). Die Bedeutung ist überall pflügen, ackern; die Zurückführung auf eine Wurzel erə- zertrennen (Specht KZ 68, 42 A. 2) ist gelinde gesagt hypothetisch und ohne jedes Interesse.
Page 1,147-148
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ὀργώνω, καλλιεργῶ). Ἀπό ρίζα αροϝ- (λατ. aro, arvum, aratrum) μέ θέμα αροπού προῆλθε κατά μετάσταση ἀπό τά εἰς μι ρημ. (ἄρομι), γι' αὐτό καί ὁ χαρακτήρας ο δέν ἐκτείνεται μπροστά ἀπό καταλήξεις πού ἀρχίζουν ἀπό σύμφωνο στούς λοιπούς χρόνους καί στά παράγωγα.
Παράγωγα: ἄροσις (=γῆ καλλιεργήσιμη), ἀροτήρ, ἀρότης, ἄρουρα (=χωράφι), ἀρουραῖος (=ἀγροτικός), ἄχθος ἀρούρης (=βάρος τῆς γῆς, στόν Ὅμηρο), ἄροτος (=ὄργωμα), ἀροτικός (=ἀγροτικός), ἀροτός (=πού μπορεῖ κάποιος νά ὀργώσει), ἀροτέον, ἀρόσιμος (=καρποφόρος), ἂροτρον (=ἀλέτρι), ἀρότρευμα (=ὄργωμα), ἀροτρεύς, ἀροτρεύω (=ὀργώνω), ἀνήροτος (=ἀκαλλιέργητος), ἄρωμα (=χωράφι).
Translations
plough
Afrikaans: ploeg; Albanian: plugoj, lëroj; Arabic: حَرَثَ; Egyptian Arabic: حرت; Moroccan Arabic: حرت; Armenian: վարել, արորել, հերկել; Aromanian: ar; Assamese: হাল বোৱা; Azerbaijani: şumlamaq, kotanlamaq; Belarusian: араць, узараць; Bulgarian: ора; Burmese: ထယ်ထိုး, ခွဲ, ထွန်; Catalan: llaurar; Cherokee: ᎦᏓᎷᎩᎠ; Chinese Mandarin: 耕, 耕地, 耕田; Czech: orat; Danish: pløje; Dutch: ploegen; English: plough, plow; Esperanto: plugi; Estonian: kündma; Faroese: pløga; Finnish: kyntää; French: labourer; Friulian: arâ; Galician: arar; Gallurese: laurà; German: pflügen; Ancient Greek: ἀπαροτριάω, ἀπαρόω, ἀράω, ἄρδω, ἀροτρεύω, ἀροτριάω, ἀρότρωμι, ἀρόω, ἀρῶ, αὐλακίζω, βαιδυμῆν, βαιτρεύειν, βοηλατέω, βοωτέω, βωλοστροφέω, γατομέω, γεωργέω, γεωργῶ, γητομέω, διαλαχαίνω, διαρόω, διατμήγω, ἐμπολεύω, ἐχετλεύω, πολέω, πολῶ, τέμνω; Hebrew: חָרַשׁ; Hindi: हल चलाना; Hungarian: szánt; Icelandic: plægja; Irish: treabh; Italian: arare; Japanese: 耕す; Kazakh: айдау, жырту; Khmer: ភ្ជួរ, ភ្ជួរដី; Korean: 갈다; Kurdish Central Kurdish: کێڵان; Kyrgyz: жер айдоо; Lao: ໄຖ; Latgalian: art; Latin: aro; Latvian: art; Lithuanian: arti; Macedonian: ора; Malayalam: ഉഴുക; Maori: parau; Marathi: नांगरणे; Mongolian Cyrillic: хагалах; Mongolian: ᠬᠠᠭᠠᠯᠬᠤ; Norman: tchéthuer; North Frisian: pluuge; Norwegian: pløye; Occitan: laurar, arar; Old Church Slavonic Cyrillic: орати; Old East Slavic: орати, пахати; Old English: erian; Oromo: qotuu; Persian: شخم زدن; Polish: orać; Portuguese: arar, lavrar; Quechua: yapuy; Romanian: ara; Russian: пахать, вспахивать, вспахать, орать; Santali: ᱥᱤ; Sardinian Campidanese: arai, manixài; Logudorese: laorare, laurare, manizare; Sassarese: laurà; Scots: pleuch, plou; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀рати; Roman: òrati; Slovak: orať; Slovene: orati; Sorbian Lower Sorbian: wóraś, zwóraś; Spanish: arar, labrar, barbechar; Swedish: plöja; Tajik: шудгор кардан; Telugu: దున్ను; Thai: ไถ; Ugaritic: 𐎈𐎗𐎘; Ukrainian: орати, зорювати, зорати; Urdu: ہل چلانا; Uzbek: haydamoq, er haydamoq; Vietnamese: cày; Walloon: tcherwer, rabourer; Welsh: aredig