ευρυσθενής

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εὐρυσθενής, -ές (Α)
1. (και ως επίθ. του Διός, του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο σθένος, ο πανίσχυρος
2. αυτός που παρέχει σθένος, που δίνει δύναμη («πλοῡτος εὐρυσθενής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -σθενής (< σθένος)].