εὐρυσθενής
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
εὐρυσθενές, of far-extended might, mighty, in Hom. always of Poseidon, Il.7.455, 8.201, Od.13.140; of Zeus, B.18.17; Apollo, Pi.I.2.18; Telamon, Id.N.3.36; Himera, Id.O. 12.2; ἀρεταί, πλοῦτος, ib.4.12, P.5.1.
German (Pape)
[Seite 1095] ές, weit u. breit kräftig, gewaltig, sehr mächtig, Poseidon, Il. 7, 455. 8, 201 Od. 13, 140, wie Pind. Ol. 13, 77; Apollon, 2, 18; Telamon, N. 3, 33, u. ä. auch Ἱμέρα, Ol. 12, 2; πλοῦτος, ἀρεταί, P. 5, 1 Ol. 4, 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la force s'étend au loin, puissant au loin.
Étymologie: εὐρύς, σθένος.
Russian (Dvoretsky)
εὐρυσθενής: широко властвующий (Ποσειδῶν Hom.; πλοῦτος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυσθενής: -ές, οὗ τὸ σθένος εὐρύ, μέγα, πανίσχυρος, παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ἰλ. Ζ. 455, Θ. 201, Ὀδ. Ν. 140· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Ι. 2. 26· ἐπὶ τοῦ Τελαμῶνος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 62· ἐπὶ τῆς πόλεως Ἱμέρας Ἱμέραν εὐρυσθενέ’ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 12. 2· ὡσαύτως, ἀρεταί, πλοῦτος ὁ αὐτ. ἐν Ο. 4. 16, Π. 5. 1, Βακχυλ. 18. 17 (ἔκδ. Blass).
English (Autenrieth)
ές (σθένος): widely powerful, with far-reaching might, epithet of Poseidon, Od. 13.140. (Il.)
English (Slater)
εὐρυσθενής of wide power, powerful of gods and heroes, εὐρυσθενεῖ Γαιαόχῳ (O. 13.80) εὐρυσθενὴς Ἀπόλλων (I. 2.18) εὐρυσθενὴς Τελαμὼν (N. 3.36) of men, Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ (the Eratidai) (O. 7.23) Ἀλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ (the Alkmaionidai) (P. 7.2) Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς (N. 5.4) of things, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν (O. 4.10) Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει (O. 12.2) ὁ πλοῦτος εὐρυσθενής (P. 5.1)
Greek Monolingual
εὐρυσθενής, -ές (Α)
1. (και ως επίθ. του Διός, του Απόλλωνος, του Τελαμώνος) αυτός που έχει μεγάλο σθένος, ο πανίσχυρος
2. αυτός που παρέχει σθένος, που δίνει δύναμη («πλοῦτος εὐρυσθενής», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -σθενής (< σθένος)].
Middle Liddell
εὐρυ-σθενής, ές σθένος
of far-extended might, mighty, Hom., Pind.