διάρραμμα

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό, (διαρράπτω)

   A seam, Plu.2.978a.

Greek (Liddell-Scott)

διάρραμμα: τό, (διαρράπτω) ῥαφή, Πλούτ. 2. 978Α.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
costura, sutura en el cuerpo de un delfín γνωρίσαντες ἐκ τοῦ διαρράματος Plu.2.978a.

Greek Monolingual

το (Α διάρραμμα)
συρραφή, συνένωση με ραφή.