συρραφή

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρᾰφή Medium diacritics: συρραφή Low diacritics: συρραφή Capitals: ΣΥΡΡΑΦΗ
Transliteration A: syrraphḗ Transliteration B: syrraphē Transliteration C: syrrafi Beta Code: surrafh/

English (LSJ)

ἡ, sewing together, seam, Hp.Off.9, Heliod. ap. Orib.48.50.1, 48.58.4, Sor.Fasc.47.

Greek (Liddell-Scott)

συρρᾰφή: ἡ, τὸ συρράπτειν, συναρμογή, συνειρμός, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 743, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συρράπτω
σύναψη με ραφή, ράψιμο
νεοελλ.
1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση
2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρᾰφή -ῆς, ἡ [συρράπτω] het aan elkaar naaien, hechting.

German (Pape)

das Zusammennähen, bes. übertragen das Einfädeln von Listen und Ränken, Sp.