κλεψιτυπία

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η παράνομη, χωρίς γνώση του συγγραφέα ή του εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Στέφανο Ξένο].