κατηφοριά

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) κατήφορος
1. η κατωφέρεια, η κλίση του εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά
2. κατηφορικός δρόμος.