κατήφορος
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Μ κατήφορος)
δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά
νεοελλ.
1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο»)
2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί α. «βρήκε ο κουτσός κατήφορο» β. «στον ανήφορο σέ θέλω, όχι στον κατήφορο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατώφορος < αρχ. κατωφερής
το -η- του τ. κατήφορος οφείλεται σε ρηματική αύξηση (κατήφερε αντί κατέφερε) του καταφέρω, πρβλ. ανήφορος].