καῦρος

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.193), α, ον,

   A = κακός, S.Fr. 1059.

Greek (Liddell-Scott)

καῦρος: (Ἀρκάδ. 69. 21), α, ον, = κακός, Σοφ. Ἀποσπ. 895.

Greek Monolingual

καῡρος και καυρός, -α, -ον (Α)
κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος].