εικασία
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Greek Monolingual
η (AM εἰκασία) εικάζω
συμπέρασμα, υπόθεση
αρχ.
1. απεικόνιση, παράσταση, περιγραφή
2. σύγκριση, παραβολή.