κευθάνω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

poet. for κεύθω, impf.

   A ἐκεύθανον Il.3.453.

German (Pape)

[Seite 1426] poet. = κεύθω, Il. 3, 453, im imperf.

Greek (Liddell-Scott)

κευθάνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεύθω, ἐκεύθανον, Ἰλ. Γ. 453.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ἐκεύθανον;
c. κεύθω.

English (Autenrieth)

= κεύθω, Il. 3.453†.

Greek Monolingual

κευθάνω (Α)
(ποιητ. τ. του κεύθω) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — γιατί δεν θα τον έκρυβαν, αν κανείς τον έβλεπε, Ομ. Ιλ.).