κνηκοειδής

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ές,

   A like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.

German (Pape)

[Seite 1460] ές, sasslorähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.

Greek Monolingual

κνηκοειδής, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -ειδής (< εἶδος)].