κνηκίς
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A pale spot, especially in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M.
II pale-coloured antelope, Hsch.
III fine skin, Id.
IV = μελανία, Id.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.
Russian (Dvoretsky)
κνηκίς: ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κνηκίς, -ίδος, ή (AM) κνήκος
1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα
3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.