κάτογκος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A bulky, τῷ σώματι Sor.1.117.

Greek Monolingual

κάτογκος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο όγκο, ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ογκος (< ὄγκος), πρβλ. περί-ογκος, υπέρ-ογκος].