κλιμακηδόν

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

Adv., (κλῖμαξ)

   A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.

German (Pape)

[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.

Greek Monolingual

(AM κλιμακηδόν)
επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη-ηδόν, σωρ-ηδόν)].