βαθμηδόν
From LSJ
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
Adv., (βαθμός) by steps, Gal.18(1).793, Ath.1.1c.
Spanish (DGE)
adv. paso a paso, gradualmente ὥστε β. ἀλλήλαις ἐπικεῖσθαι Gal.18(1).793, πρὸς τὰ ἑπόμενα τῆς βιβλίου β. ὑπεράλλεται Ath.1c.
German (Pape)
[Seite 423] stufenweis, Ath. I, 1 c.
Greek (Liddell-Scott)
βαθμηδόν: ἐπίρρ. (βαθμός) κατὰ βαθμοὺς ἢ βαθμίδας, Γαλην. 12. σ. 479, Ἀθήν. 1C.
Greek Monolingual
(AM βαθμηδόν) επίρρ.
βαθμιαία, εξελικτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (επίρρ. κατάλ.) -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν, ταυρηδόν)].