κνέωρον

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό, = sq., Dsc.4.172, Plin.HN13.114, Hsch.    II pudenda muliebria, Phot., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1459] τό, = Folgdm, Hesych., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνέωρον: τό, = κνῆστρον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Διοσκ. 4. 173, Πλίν., Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον μόριον, Φώτ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κνέωρον, το (Α)
1. είδος φυτού, κνέωρος
2. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνέωρος].