κνέωρος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
ὁ, spurge-flax, Daphne Gnidium, Thphr. HP 6.1.4; κ. λευκός, Daphne oleoides, ib.6.2.2; κ. μέλας, Thymelaea hirsuta, ib.1.10.4, 6.2.2.
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, eine Nesselart, Theophr., mit κνάω zusammenhangend.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 sorte de daphné, plante qui provoque des démangeaisons;
2 glosé « sexe de la femme » par Hesych. et Phot.
Étymologie: cf. κνάω.
Greek Monolingual
ο και κνέωρο, το (AM κνέωρος)
δικοτυλήδονο φυτό της τάξης γερανικά
αρχ.
1. το φυτό δάφνη η χαμελαία
2. το φυτό θυμέλαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. κνε- συνδέεται μάλλον με το κνῶ «ξύνω», αλλ' η ύπαρξη της κατάλ. -ωρος (< -Fορος < ὁρῶ) στη συγκεκριμένη λ. είναι δυσερμήνευτη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a stinging plant, Daphne, Thymelaea (Thphr., Dsc., Plin., H.) with κ<ν>εωρεῖν πασχητιᾶν H.? (cf. Fraenkel Glotta 4, 42).
Other forms: -ον n.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Like synonymous κνῆστρον connected with κνῆν (s. -κναίω), but the formation remains unclear. A basic form *κνη[σ]ορος (κνησ-: Skt. ki-knasa- case-shot, coal-dust, grit etc.; against this Mayrhofer KEWA s. v.) with suffixal -ορο- does not convince.
{{FriskDe
|ftr=κνέωρος: {knéōros}
Forms: -ον n.
Grammar: m.
Meaning: N. einer brennenden Pflanze, Daphne, Thymelaea (Thphr., Dsk., Plin., H.)
Derivative: mit κ<ν>εωρεῖν· πασχητιᾶν H.? (vgl. Fraenkel Glotta 4, 42).
Etymology: Wie das synonyme κνῆστρον zu κνῆν (s. [[-κναίω), aber der Bildung nach dunkel. Eine Grundform *κνη[σ]ορος (κνησ-: aind. ki-knasa- Schrot, Grieß usw.; Fick u. a., s. Bq; dagegen Mayrhofer Wb. s. v.) mit suffixalem -ορο- überzeugt nicht.
Page 1,882
}}