κισσόδετος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον, = foreg., Nonn.D.14.262.

German (Pape)

[Seite 1442] mit Epheu gebunden, gekränzt, Nonn. 14, 262.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόδετος: -ον, = τῷ προηγ., Νόνν. Δ. 14. 262.

Greek Monolingual

κισσόδετος, -ον (Α)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό-δετος, χρυσό-δετος].