κεραύνοπλος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Spanish

armado con el rayo

Greek Monolingual

κεραύνοπλος, -ον (Α)
οπλισμένος με κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ-αυχέν-οπλος, πάν-οπλος].