κεφαλοκλείδωμα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(κατά την πάλη) λαβή της κεφαλής του αντιπάλου με την κλείδωση του αγκώνα, με σκοπό την ακινητοποίηση της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλείδωμα (< κλειδώνω)].