κλεισία

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A inn, IG42(1).114.21, 30, 109 ii 151, al. (Epid.).    II v. sq.

Greek Monolingual

κλεισία και κλισία, ἡ (Α)
1. το πανδοχείο
2. (στον πληθ. κλεισιάδες)
(δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαι
οι μεγάλες θύρες της αυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισία (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.