η (AM ἔκπληξις)1. ψυχολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κανείς από απροσδόκητο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, το ξάφνιασμανεοελλ.το ίδιο το απροσδόκητο γεγονός, ιδίως ευχάριστοαρχ.-μσν.1. κατάπληξη, τρόμος2. θαυμασμός.