ξάφνιασμα
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
και ξάφνισμα, το ξαφνιάζω / ξαφνίζω
1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν
2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα.
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
και ξάφνισμα, το ξαφνιάζω / ξαφνίζω
1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν
2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα.