ξάφνιασμα
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek Monolingual
και ξάφνισμα, το ξαφνιάζω / ξαφνίζω
1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν
2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα.