αποξήρανση

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η διαδικασία απομάκρυνσης του νερού από ένα έλος ή μια λίμνη με κύριο σκοπό την απόδοση του εδάφους στην καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποξηραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Μαρκίδη].