κοίλασμα

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hollow, LXX Is.8.14; groove, Apollod.Poliorc.182.7, Ath.Mech.36.6; interior of a lamp, Hero Spir.2.22.

German (Pape)

[Seite 1466] τό, das Ausgehöhlte, die Höhlung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλασμα: τό, κοίλωμα, κοιλότης, Ἀρχ. Μαθ. 10. 37.

Greek Monolingual

το (Α κοίλασμα) κοιλαίνω
η κοίλανση, το κοίλωμα
αρχ.
1. αύλακα
2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου.