κρινωνιά

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A bed of lilies, Suid.; but, = κρίνον, Thphr.HP2.2.1, 6.6.9.

German (Pape)

[Seite 1510] ἡ, Lilienbeet u. die darauf wachsenden jungen Pflanzen, Theophr., vgl. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνωνιά: ἡ, τόπος κατάφυτος ἐκ κρίνων, πρβλ. ἰωνιά, ῥοδωνιά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1.

Greek Monolingual

η (Α κρινωνιά)
κρινώνας
αρχ.
κρίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά].