κρινωνιά
English (LSJ)
ἡ, prop.
A bed of lilies, Suid.; but, = κρίνον, Thphr.HP2.2.1, 6.6.9.
German (Pape)
[Seite 1510] ἡ, Lilienbeet u. die darauf wachsenden jungen Pflanzen, Theophr., vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνωνιά: ἡ, τόπος κατάφυτος ἐκ κρίνων, πρβλ. ἰωνιά, ῥοδωνιά, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 1.
Greek Monolingual
η (Α κρινωνιά)
κρινώνας
αρχ.
κρίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά].