κρινώνας

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

ο
τόπος κατάφυτος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. -ώνας (πρβλ. αμπελώνας, ελαιώνας)].