ὁ,
A helmetmaker, Ar.Pax 1255, SIG1177 ( = Tab.Defix.69), Poll.1.149, 7.155.
οῦ (ὁ) :fabricant de casques.Étymologie: κράνος, ποιέω.
ο (Α κρανοποιός)αυτός που κατασκευάζει κράνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -ποιός (< ποιῶ)].