κοτυληδονώδης

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of a κοτυληδών, warty, ἐξοχή, ἔκφυσις, Gal.2.905.

Greek (Liddell-Scott)

κοτυληδονώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κοτυληδόνα, ἐξοχήν, ἔκφυσιν Γαλην. 2. 905., 4. 282.

Greek Monolingual

ες (Α κοτυληδονώδης, -ώδες) κοτυληδών
1. αυτός που μοιάζει με κοτυληδόνα
2. γεμάτος κοτυληδόνες.