κοτυληδόνα
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
η (ΑM κοτυληδών, -όνος)
το κοίλο απομυζητικό φυμάτιο διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με το οποίο αυτά συγκρατούνται σε διάφορα αντικείμενα και συλλαμβάνουν τη λεία τους, η κοτύλη, η βυζάχτρα, η βεντούζα («ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν αἱ κοτυληδόνες ἅπασίν εἰσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα του νεαρού φυταρίου, η κοτύλη
2. ανατ. καθεμιά από τις 25 έως 30 λειτουργικές μονάδες που αποτελούν τον πλακούντα
αρχ.
1. κάθε κοίλο πράγμα
2. κοιλότητα («ἐκθλίψαντα πορεῖν κυάθου κοτυληδόνα πλήρη», Νίκ.)
3. η κλείδωση («τὸ δέ, ἐν ᾧ στρέφεται ὁ μηρός, κοτυληδών», Αριστοτ.)
4. ο μεταξύ εμβρύου και μητέρας αγγειακός σύνδεσμος
5. είδος φυτού, η ομφαλοβοτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -δών, -δόνος (πρβλ. αλγηδών, μυρμηδών)].