κρασοσφούγγαρο

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι
2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας.