κοπροποιός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

όν,

   A producing excrement, EM529.15, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1483] Mist machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροποιός: -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «ῥυπαρός», Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κοπροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα
2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ)].