κοπροποιός

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροποιός Medium diacritics: κοπροποιός Low diacritics: κοπροποιός Capitals: ΚΟΠΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kopropoiós Transliteration B: kopropoios Transliteration C: kopropoios Beta Code: kopropoio/s

English (LSJ)

κοπροποιόν, producing excrement, EM529.15, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1483] Mist machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροποιός: -ον, ὁ ποιῶν κόπρον, «ῥυπαρός», Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

κοπροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει κοπριά, λίπασμα
2. μτφ. κοπρίτης, τεμπελόσκυλο, κοπρομηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ)].