δαρδάνιος και δαρδάνειος, -α, -ον (Α)1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» — τα ανάκτορα της Τροίας)2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη)η Τροία.