τρωικός

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Τρώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ΤροίαΤρωικός Πόλεμος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικά
οι χρόνοι του Τρωικού Πολέμου
νεοελλ.
φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς»
αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών οποίων η κίνηση είναι σύγχρονη με την κίνηση του πλανήτη Δία και οι οποίοι φέρουν τα ονόματα τών ηρώων του Τρωικού Πολέμου, Αχαιών και Τρώων, αλλ. Τρωικοί Πλανήτες
β) «τρωικός πόλεμος»
μτφ. σκληρή σύγκρουση, σκληρή διαμάχη
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (κατ' επέκτ.) ο Τρωικός Πόλεμος.