1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, -ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο].