κωδικοποιώ

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες
2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, -ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο].